συμφυλέτης

συμφυλέτης
4853 συμφυλέτης
{сущ., 1}
соплеменник (1Фес. 2:14).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμφυλέτης" в других словарях:

  • συμφυλέτης — συμφῡλέτης , συμφυλέτης of the same masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλέτης — ὁ, θηλ. συμφυλέτις, ιδος, Α 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο 2. (γενικά) συμπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλέτης «μέλος φυλής»] …   Dictionary of Greek

  • συμφυλέται — συμφῡλέται , συμφυλέτης of the same masc nom/voc pl συμφῡλέτᾱͅ , συμφυλέτης of the same masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλέτας — συμφῡλέτᾱς , συμφυλέτης of the same masc acc pl συμφῡλέτᾱς , συμφυλέτης of the same masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφυλετῶν — συμφῡλετῶν , συμφυλέτης of the same masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφυλέτην — συμφῡλέτην , συμφυλέτης of the same masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλετῶν — συμφῡλετῶν , συμφυλέτης of the same masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλέταις — συμφῡλέταις , συμφυλέτης of the same masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλέτην — συμφῡλέτην , συμφυλέτης of the same masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλέτου — συμφῡλέτου , συμφυλέτης of the same masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»